
Του Λίνου Υφαντή,
Ο Henry Woodd Nevinson ήταν Άγγλος πολεμικός ανταποκριτής και κάλυπτε τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 για την Αγγλική εφημερίδα The Daily Chronicle. Το βασικό μέτωπο του Ελληνοτουρκικού Πολέμου βρίσκονταν στην Άρτα και ο Ελληνικός στρατός, τακτικοί και άτακτοι στρατοπέδευε στην Αμφιλοχία. Ο Nevinson για να φτάσει στο πολεμικό μέτωπο διήλθε της Αιτωλοακαρνανίας περνώντας από Ναύπακτο. Ενδιαφέρον έχει η περιγραφή του όταν έφτασε στο Αγρίνιο. Μιλούσε για γυναίκες “κάποιας νότιας ομορφιάς” που ξεχώριζαν από του υπόλοιπους κατοίκους που μιλούσαν “ακατανόητες διαλέκτους”. Στη συνέχεια περιγράφει με δέος την αρχαία Στράτο και τους ταλαίπωρους στρατιώτες που κοιμώνταν στο πάτωμα στην Αμφιλοχία “αλειμμένους” με λίπος (!):
“Οι κάτοικοι στα βουνά και στις πλαγιές της πεδιάδας ήταν αποκομμένοι από την υπόλοιπη Ελλάδα και μιλούσαν διαλέκτους σχεδόν τόσο ακατανόητες όσο μια βάρβαρη γλώσσα. Ωστόσο, ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα βρίσκεται η Καλυδώνα, στην οποία ήρθε η Αταλάντη, και δίπλα στην επίπεδη λιμνοθάλασσα στο Μεσολόγγι βρίσκεται η καρδιά του τελευταίου των Τιτάνων.
Περίπου τέσσερις ώρες οδικώς από το πλούσιο χωριό του Αγρινίου, όπου οι γυναίκες εξακολουθούν να δείχνουν κάποια ίχνη νότιας ομορφιάς, συναντάς τον γεμάτο χείμαρρο εκείνου του παλιού Αχελώου, που τον είχα γνωρίσει πολύ ψηλά ανάμεσα στα φαράγγια της Πίνδου. Και όμως ένα ή δύο μίλια πέρα από το ποτάμι, ο στενός δρόμος είναι σχεδόν φραγμένος από τα ερείπια τεράστιων τειχών και πυλών, τα ερείπια μιας παλιάς ελληνικής πόλης που κείτεται εκεί ανέγγιχτη. Ένας βοσκός μου είπε ότι το λένε «Στράτος». Και με αυτή τη λέξη ένα απόσπασμα στον Θουκυδίδη ήρθε αμυδρά στο μυαλό μου. Μήπως δεν λέει πώς ένα απόσπασμα Αθηναίων προσπάθησε κάποτε να διεισδύσει στην Αιτωλία, και σε κάποιο μέρος που λέγεται «Στράτος» περικυκλώθηκε από τους μισοβάρβαρους και καταστράφηκε; Αυτό ήταν τότε το σκηνικό…. Εδώ εκείνοι οι λαμπεροί Αθηναίοι, που είχαν ακούσει τον Περικλή και παρακολουθούσαν το κτίριο του Παρθενώνα, κοίταξαν τον ήλιο για τελευταία φορά. Εδώ περικυκλώθηκαν και καταστράφηκαν.
Μετά ο δρόμος έγινε ακόμη πιο έρημος, περνώντας στην αρχή πάνω από μια μεγάλη ακαλλιέργητη πεδιάδα από θάμνους και έλη γεμάτα…