
Πάπας Φραγκίσκος | Shutterstock
Ο Πάπας Φραγκίσκος, αποδημώντας σήμερα (21/4) εις Κύριον, βύθισε τον Καθολικό κόσμο σε βαθύ πένθος, με εκατοντάδες χιλιάδες πιστούς να τον βλέπουν ως εκσυγχρονιστή του χρίσματος, και συντονισμένο με τα προβλήματα των αδύναμων και των μειονοτήτων.
Γεννημένος το 1936, ο Φραγκίσκος ήταν ο πρώτος Πάπας από τη Νότια Αμερική. Ο παπισμός του σημαδεύτηκε από την υπεράσπιση αυτών που ξεφεύγουν από τον πόλεμο και την πείνα, καθώς και εκείνους που βρίσκονται στη φτώχεια, δίνοντάς του το επίθετο «Πάπας του Λαού».
Πάπας Φραγκίσκος: Οι συμβολισμοί στο οικόσημό του και η σύνδεση με τον Ιησού
O κατά κόσμον Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο είχε γεννηθεί στις 17 Δεκεμβρίου του 1936 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Η οικογένειά του καταγόταν από το Πεδεμόντιο της βόρειας Ιταλίας. Ο πατέρας του ήταν λογιστής στους σιδηρόδρομους και η μητέρα του νοικοκυρά.
Φραγκίσκος: Τα πρώτα χρόνια και οι σπουδές
Όταν πήρε το απολυτήριό του από το τεχνικό λύκειο, αποφάσισε να μπει σε καθολική ιερατική σχολή. Στην συνέχεια έγινε μέλος του τάγματος των Ιησουιτών.
Το 1965 άρχισε να διδάσκει λογοτεχνία και ψυχολογία στο καθολικό κολέγιο του Σάντα Φε και ένα χρόνο μετά σε θρησκευτικό ίδρυμα του Μπουένος Άιρες. Το 1969 χειροτονήθηκε ιερέας από τον αρχιεπίσκοπο Χοσέ Ραμόν Καστελλάνο και ένα χρόνο μετά, το 1970 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην θεολογία.
Επί δεκαπέντε χρόνια δίδαξε σε καθολικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, ενώ το 1986 μετέβη στην Γερμανία, όπου ολοκλήρωσε το διδακτορικό του.
Το 1992 ορίσθηκε από τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β’, επίσκοπος της πόλης Άουκα και αναπληρωτής επίσκοπος του Μπουένος ‘Αιρες. Στις 28 Φεβρουαρίου του 1992, επελέγη ως αρχιεπίσκοπος του Μπουένος Άιρες και ολόκληρης της Αργεντινής.
Η ανέλιξη στα θρησκευτικά αξιώματα
Το 2001 ο Ιωάννης Παύλος ο Β’ τον όρισε καρδινάλιο και τον Απρίλιο του 2005 συμμετείχε στην εκλογή του πάπα Βενέδικτου από το Κονκλάβιο.
Ως αρχιεπίσκοπος του Μπουένος Άιρες, o Φραγκίσκος έδωσε έμφαση στη στήριξη των φτωχότερων πολιτών, στην διάδοση του λόγου του Θεού σε κάθε γωνιά της πόλης, στο να παραμείνουν «πάντα ανοικτές» οι πύλες όλων των εκκλησιών και στην στενή συνεργασία κληρικών και λαϊκών.
Εξελέγη πάπας στις 13 Μαρτίου του 2013. Στην πρώτη του ομιλία, στις 16 Μαρτίου 2013, δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι είχε επιλέξει να ονομαστεί προς τιμήν του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, επειδή ανησυχούσε ιδιαίτερα για την ευημερία των φτωχών.
Σύμφωνα με όλους τους αναλυτές, αλλά και με τις καρδιές εκατομμυρίων πιστών, ήταν «ο πάπας των φτωχών», που έδωσε έμφαση στην βοήθεια και στην αλληλεγγύη προς τους μετανάστες, τους «τελευταίους» και τους ξεχασμένους.
Έδωσε εντολή στις αρχές του Βατικανού να αφήνουν τους άστεγους να κοιμούνται στους δρόμους γύρω από τον Άγιο Πέτρο, αλλά και μέσα στην Πλατεία της βασιλικής εκκλησίας.
«Ποιος είμαι εγώ για να κρίνω έναν ομοφυλόφιλο, όταν ο ίδιος αναζητά τον δρόμο του Θεού;», ήταν η απάντηση που έδωσε σε δημοσιογράφο, επιστρέφοντας αεροπορικά από ένα από τα πρώτα ταξίδια του ως ποντίφικα.
Κατάργησε ακόμα τα επιδόματα που καταβάλονταν στους υπαλλήλους του Βατικανού, κατά την εκλογή νέου πάπα, ύψους αρκετών εκατομμυρίων ευρώ, επιλέγοντας να δωρίσει τα χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ενώ κατήργησε επίσης το ετήσιο επίδομα ύψους 25.000 ευρώ, που καταβαλλόταν στους καρδινάλους που υπηρετούσαν στο Συμβούλιο Εποπτών για την Τράπεζα του Βατικανού.
Το 2017 αναγνώρισε τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Α΄ ως σεβάσμιο (venerable) που αποτελεί το δεύτερο στάδιο από τα τέσσερα της διαδικασίας αγιοκατάταξης.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 2019, την 105η Παγκόσμια Ημέρα Μεταναστών και Προσφύγων, εγκαινίασε μαζί με πρόσφυγες στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου το γλυπτό Angels Unawares και εξέφρασε την επιθυμία «να υπενθυμίσει σε όλους την ευαγγελική πρόκληση της φιλοξενίας».
Εμπνεύστηκε από το έργο του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου για την Εγκύκλιο υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος «Laudato sii» και ετοιμαζόταν να τον συναντήσει, τον ερχόμενο Μάιο, στην Μικρά Ασία για τα 1.700 χρόνια από την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας.
Πάγιά του επιθυμία, όπως και του Προκαθήμενου της Ορθοδοξίας, ήταν να επιστρέψουν σύντομα οι δυο Εκκλησίες σε μόνιμο, κοινό εορτασμό του Πάσχα.
Δεν έλειψαν όμως και οι συγκρούσεις αλλά και οι επικριτές, εκείνοι που κατηγόρησαν τον λατινοαμερικανό πάπα, ότι δεν έδωσε το αναγκαίο βάρος στην ιεραρχία και στην τελετουργία, ότι μιλούσε μια γλώσσα υπερβολικά απλή η οποία θύμιζε, πολλές φορές, απλό ιερέα και όχι τον θρησκευτικό ταγό άνω του ενός δισεκατομμυρίου πιστών.
Πολλοί όμως αποδίδουν ακριβώς σε αυτά τη δύναμη και τη λαϊκή απήχηση του Φραγκίσκου, ως θιασώτη του πραγματικού χριστιανικού μηνύματος.