
Ο Φρανκ Σέρπικο σε τηλεοπτική του συνέντευξη τον Ιούνιο του 1974 | AP Photo
Τη ζωή του Σέρπικο τη μάθαμε σχεδόν όλοι μας μέσα από την εμβληματική ταινία με τον σπουδαίο Αλ Πατσίνο να ενσαρκώνει τον θρυλικό αστυνομικό της Νέας Υόρκης.
Και εξαιτίας αυτής της ταινίας κάθε φορά που μιλάει κάποιος για τον Σέρπικο, τα αυτιά μας πλημμυρίζουν από την εκπληκτική μουσική του αξεπέραστου Μίκη Θεοδωράκη που υπέγραψε το soundtrack της νεο-νουάρ δημιουργίας του Σίντνεϊ Λιουμέτ.
Η ζωή του αστυνομικού Φρανκ Σέρπικο και κυρίως το πάθος και η στάση του ενάντια στους επίορκους μπάτσους της Νέας Υόρκης, έπρεπε να γίνουν ταινία. Έπρεπε πρωταγωνιστής να είναι ο Αλ Πατσίνο. Έπρεπε τη μουσική να την υπογράψει ο Θεοδωράκης.
Ο αδιάφθορος Φρανκ Σέρπικο
Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 14 Απριλίου 1936, γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης ο Φραντσέσκο Σέρπικο. Όπως εύκολα καταλαβαίνει κάνεις από το όνομα, ο μικρός ήταν γόνος μεταναστών από την Ιταλία.
Όταν ο Φρανκ έγινε 17 ετών κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό και υπηρέτησε για δύο χρόνια στη Νότια Κορέα. Όταν επέστρεψε, άρχισε να σπουδάζει αλλά το αστυνομικό… μυστήριο λειτουργούσε, πάντα, σαν μαγνήτης για αυτόν.
Δούλεψε για λίγο ως ιδιωτικός ντετέκτιβ και τελικά τον Σεπτέμβριο του 1959 εντάχθηκε στο περίφημο NYPD, την αστυνομία της Νέας Υόρκης.
Αρχικά ως ένστολος και στη συνέχεια ως, όπως θα λέγαμε εδώ στην Ελλάδα, ασφαλίτης, ο Σέρπικο υπηρέτησε σε διάφορες υπηρεσίες. Τη μεγάλη του επιτυχία (;), ωστόσο, την έκανε όταν ως αστυνομικός του Τμήματος Ηθών πια, ανέλαβε μια μυστική αποστολή, να εντοπίσει κρούσματα εκβιασμών και παροχής προστασίας έναντι χρημάτων.
Μπορεί αυτό να ήταν η αποστολή του αλλά αυτό που ανακάλυψε του άλλαξε τη ζωή. Αυτό με το οποίο ήρθε αντιμέτωπος ο Σέρπικο ήταν πως μέσα στις τάξεις του NYPD υπήρχε ένα ολόκληρο κύκλωμα επίορκων αστυνομικών οι οποίοι έκαναν κάθε παράνομη δουλειά που μπορεί να φανταστεί κανείς προκειμένου να βγάζουν το… παντεσπάνι τους.
Ο Σέρπικο κατήγγειλε όλο αυτό το κύκλωμα, αλλά το μόνο που κατάφερε σε πρώτη φάση είναι αφενός να τον περάσουν όλοι για γραφικό και αφετέρου να μπει στο στόχαστρο των επίορκων συναδέλφων του. «Ένα 10% των μπάτσων στη Νέα Υόρκη είναι απολύτως διεφθαρμένοι, ένα 10% είναι απολύτως έντιμοι και το υπόλοιπο 80% εύχονται να ήταν τίμιοι», έλεγε.
Ο Φρανκ Σέρπικο, ωστόσο, δεν τα παράτησε. Επέμεινε στις καταγγελίες του μέχρι που σιγά – σιγά οι ανώτεροί του άρχισαν να τον ακούνε. Όταν οι καταγγελίες έφτασαν στην Εισαγγελία της Νέας Υόρκης το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται.
Στις 25 Απριλίου του 1970 οι New York Times με πρωτοσέλιδο τη διαφθορά στο NYPD έδωσαν την απαραίτητη δημοσιότητα στην υπόθεση η οποία, πλέον, δεν μπορούσε να «θαφτεί». Ο δήμαρχος της αμερικανικής μεγαλούπολης, ο Τζον Λίντσεϊ, στον οποίο υπάγεται η αστυνομία της Νέας Υόρκης, διέταξε ανακρίσεις και συνέστησε πενταμελή επιτροπή με επικεφαλής τον δικηγόρο και μετέπειτα δικαστή Γουίτμαν Nαπ, για να διερευνήσει τις καταγγελίες του Σέρπικο.
Λίγες ημέρες πριν καταθέσει στην «επιτροπή Ναπ», ο Σέρπικο συμμετείχε σε έφοδο της αστυνομίας σε σπίτι υπόπτου για διακίνηση ναρκωτικών. Ένας κακοποιός τον πυροβόλησε στο πρόσωπο και κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του.
Ειπώθηκε τότε (και γίνεται ξεκάθαρο στην ταινία) πως οι συνάδελφοί του δεν τον κάλυψαν. Η αλήθεια είναι πως ακόμα και το ασθενοφόρο δεν το κάλεσαν οι αστυνομικοί που ήταν μαζί του αλλά ένας ηλικιωμένος γείτονας.
Η σφαίρα άφησε τον Σέρπικο κωφό από το ένα αυτί και με χρόνιους πόνους από τα θραύσματα που σφηνώθηκαν στον εγκέφαλό του. Ακολούθησε έρευνα και για αυτό το «περίεργο» περιστατικό αλλά όλοι οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί… αθωώθηκαν.
Σε κάθε περίπτωση, όταν ο Σέρπικο ανάρρωσε και έγινε ο πρώτος αστυνομικός του NYPD που κατέθεσε επίσημα και ανοιχτά για τη διαφθορά στο αστυνομικό σώμα. Ακολούθησαν εκκαθαρίσεις επίορκων αστυνομικών (όχι στον βαθμό που θα έπρεπε) αλλά και η δημιουργία ενός μηχανισμού, εντός του Εσωτερικών Υποθέσεων, που περιόρισε τη διαφθορά, ενώ ο Σέρπικο, τον Ιούνιο του 1972, συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα εξαιτίας τον προβλημάτων υγείας που του «κληρονόμησε» εκείνος ο πυροβολισμός στο πρόσωπο.
Στη συνέχεια έφυγε για την Ευρώπη όπου έζησε με τη σύζυγό του και τον γιο τους και έδωσε μεγάλους αγώνες κατά της αστυνομικής βίας και των πολιτικών ελευθεριών.
Σήμερα, στα 89 του χρόνια, ο Φρανκ Σέρπικο, ζει σε ένα μικρό χωριό κοντά στη Νέα Υόρκη και (όσο απίστευτο και αν ακούγεται) συνεχίζει να παλεύει κατά της διαφθοράς.
Το 2023 ζήτησε επίσημα τους φακέλους του από την αστυνομία της Νέας Υόρκης με βασικό στόχο να εξετάσει το τι είχε συμβεί σε εκείνη την επιχείρηση που είχε τραυματιστεί. Οι αρχές του έδωσαν περίπου 20.000 σελίδες εγγράφων που δεν είχαν κυκλοφορήσει ποτέ.
Όλα, όμως, τα έγγραφα που είχαν να κάνουν με εκείνη την υπόθεση (ναι, σωστά μαντέψατε) είχαν εξαφανιστεί! «Πήρα 11 κιβώτια με έγγραφα που με αφορούν και αυτά που είχαν να κάνουν με τη συγκεκριμένη υπόθεση… έλειπαν» είχε πει ο ίδιος ο Σέρπικο.
Εκπρόσωπος του NYPD απάντησε πως όλα τα έγγραφα που ήταν διαθέσιμα δόθηκαν στον Σέρπικο. Λέξη για τα υπόλοιπα.
Όταν ο Σέρπικο απευθύνθηκε στο αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης (συγκεκριμένο στο Εσωτερικών Υποθέσεων) για να ρωτήσει πού είναι αυτά τα έγγραφα, τον παρέπεμψαν σε έναν δικηγόρο ο οποίος του είπε πως δεν υπάρχουν και πως… «συμβαίνουν αυτά»!
Η απίθανη ιστορία πίσω από το soundtrack που έγραψε ο Θεοδωράκης
Ας ξεκινήσουμε με ένα μικρό… ψεματάκι που υπάρχει στον μεσότιτλο που μόλις διαβάσατε. «Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα τη μουσική για το Σέρπικο. Ήταν στο γραφείο του παραγωγού στο Μανχάταν, στον 16ο όροφο που είχαμε θέα τον ορίζοντα, και τότε έπαιξε το σάουντρακ. Θα μας λείψει και θα τον θυμόμαστε» δήλωσε ο αξεπέραστος Αλ Πατσίνο, αποχαιρετώντας τον Μίκη Θεοδωράκη όταν έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του συνθέτη.
Το ψεματάκι του μεσότιτλου, λοιπόν, είναι πως ο αξέχαστος Μίκης Θεοδωράκης δεν έγραψε μουσική ΓΙΑ την ταινία. Τη μουσική την είχε έτοιμη και απλά την πούλησε στους παραγωγούς της ταινίας. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο παραγωγός της ταινίας Ντίνο Ντε Λαουρέντις, την περίοδο που ο «Σέρπικο» ήταν στο στάδιο της δημιουργίας, είχε μια έντονη διαφωνία με τον σκηνοθέτη της ταινίας, Σίντνει Λιούμετ. Ο μεν πρώτος ήθελε η ταινία να «ντυθεί» με ωραία μουσική, ο δε, δεύτερος επέμενε πως με τόσο πλούσιο υλικό και τόσο δυνατή ιστορία δεν χρειάζεται μουσική καθώς υπήρχε ο κίνδυνος να «σκεπάσει» το έργο.
Ο δαιμόνιος Ντε Λαουρέντις, βέβαια, δεν είχε καμία διάθεση να υποχωρήσει από τη θέση του. Έτσι έκανε ένα μικρό τέχνασμα προκειμένου και μουσική τελικά να μπει και να μην δυσαρεστηθεί ο Λιούμετ.
«Το ”Σέρπικο” κανονικά δε θα είχε καθόλου μουσική, αλλά στο τέλος προσέθεσα 14 λεπτά σε στρατηγικά σημεία για να προστατέψω την ταινία και εμένα τον ίδιο. Ευτυχώς, την τελευταία στιγμή διάβασα στις εφημερίδες για την αποφυλάκιση του Μίκη Θεοδωράκη, του σπουδαίου αυτού Έλληνα συνθέτη, που μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Ήξερα ότι εκείνα τα χρόνια οι αριστεροί στην Ελλάδα βρίσκονταν υπό διωγμό από το ακροδεξιό καθεστώς της χούντας. Δεν είχα άλλη επιλογή: αμέσως έτρεξα στο Παρίσι να τον βρω» είχε περιγράψει ο Ντε Λαουρέντις.
Για καλή τύχη του παραγωγού ο Μίκης, λίγο καιρό αργότερα από εκείνο το πρώτο ραντεβού στο Παρίσι, θα ξεκινούσε περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι ο Ντε Λαουρέντις βρήκε την ευκαιρία να δείξει στον συνθέτη ένα rough cut του «Σέρπικο». Παρών στην παρουσίαση εκείνη ήταν και ο Σίντνει Λιούμετ. Στο τέλος της προβολής έγινε το εξής καταπληκτικό.
Ο Θεοδωράκης μαγεμένος από την ταινία είπε σε σκηνοθέτη και παραγωγό πως… είναι υπέροχη και δε χρειάζεται μουσική. «Δεν υπάρχει χώρος για μουσική» είπε χαρακτηριστικά ο Θεοδωράκης. Και ακολουθεί το ακόμα πιο εκπληκτικό αφού ο Λιούμετ, γοητευμένος από την παρουσία του σπουδαίου Έλληνα συνθέτη του λέει: «Μίκη μου, σε παρακαλώ, σκέψου τη θέση μου! Ο Ντίνο θα ξετρελαθεί αν ένας συνθέτης του δικού σου βεληνεκούς βάλει την υπογραφή του στο σάουντρακ και τότε ίσως μπορέσουμε να τη ”γλιτώσουμε” με ένα μίνιμουμ μουσικής περίπου δέκα λεπτών»!
Λέγεται πως τότε ο Θεοδωράκης, που προφανώς είχε πάει στη συνάντηση προετοιμασμένος, έβγαλε από την τσέπη του μια κασέτα και είπε στον Λιούμετ: «Πριν από κάποια χρόνια έγραψα αυτό το χαριτωμένο τραγουδάκι. Πιστεύεις ότι θα μπορούσα να ζητήσω…ξέρω ‘γώ… 75.000 δολάρια για αυτό;».
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ο Θεοδωράκης προφανέστατα και έλαβε την αμοιβή που ζήτησε και από τότε το «χαριτωμένο τραγουδάκι» που δεν ήταν άλλο από το «Δρόμοι παλιοί» σε στίχους του Μανώλη Αναγνωστάκη συνδέθηκε για πάντα με την ιστορία του Φρανκ Σέρπικο.