
AP IMAGES
«Αδέσποτες σφαίρες», ανεξήγητες αυτοκτονίες και πυροβολισμοί χωρίς έλεος: ο Δημήτρης Βεριώνης κατέγραψε τη φρίκη των θανάτων της Επταετίας.
Οι κάθε είδους δημοσιολογούντες – αναθεωρητές της σύγχρονης ιστορίας προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν έγινε τίποτα σοβαρό στο Πολυτεχνείο και σε όλη την περίοδο της Χούντας, ίσως να μην είχαμε καν νεκρούς. Ο μουσικοσυνθέτης/αρθρογράφος Δημήτρης Βεριώνης* με το βιβλίο «Θάνατοι στη Χούντα: Δολοφονίες – Αντιδικτατορική Δράση – Ύποπτοι Θάνατοι Κατά την Περίοδο 1967-1974» (εκδόσεις Τόπος), προϊόν δεκαετούς έρευνας, αποφάσισε να ρίξει φως σε ένα θέμα που αποτελεί ανεξήγητο ταμπού στο δημόσιο λόγο.
Ναι, είχαμε νεκρούς στην Επταετία της Χούντας, όχι μόνο στο Πολυτεχνείο, αλλά και στο αντιπραξικόπημα του Βασιλιά, στην πρώτη μέρα που εμφανίστηκαν τανκς στην Αθήνα, με θύματα στρατιωτικούς,με θύματα που αυτοκτόνησαν ανεξήγητα ή κατόπιν ακραίας ψυχολογικής και σωματικής κακοποίησης, ή δέχτηκαν «αδέσποτες» σφαίρες για εκφοβισμό.
Η έρευνα του Δημήτρη Βεριώνη μας δίνει πολλές και σημαντικές απαντήσεις. Ακολουθεί μια συνέντευξη με τον Βεριώνη, με αρκετές αναφορές στις ιστορίες που έχει καταγράψει στο βιβλίο του Μια εξ’ αυτών θα σας θυμίσει κάτι πολύ γνώριμο.
Πώς ξεκινά αυτή η έρευνα;
«Η έρευνα για το βιβλίο αυτό ξεκίνησε με μια επίσκεψη μου στο χώρο του ΣΦΕΑ (Σύνδεσμος Φυλακισθέντων Εξορισθέντων Αντιστασιακών) σε μια επέτειο του Πολυτεχνείου και κοιτώντας τον χώρο διαπίστωσα πως υπήρχαν πολλές φωτογραφίες ανθρώπων που δεν γνώριζα, μαζί με τις περιπτώσεις των επιβεβαιωμένων νεκρών της Δικτατορίας.
Αυτό κινητοποίησε το ενδιαφέρον μου για το θέμα. Ήθελα να μάθω ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Με μια αναζήτηση στο Ίντερνετ διαπίστωσα πως δεν υπήρχαν κάποια στοιχεία γι’ αυτούς, εκτός από ορισμένες ονομαστικές φορές που γίνονταν στις επετείους τους Πολυτεχνείου. Πουθενά όμως δεν αναφερόταν ποιοι ήταν, τι συνέβη με τις ζωές τους, υπό ποιές συνθήκες έφτασαν στον θάνατο.
Το ζήτημα της λήθης με έχει απασχολήσει πολλές φορές στη μουσική μου, το ίδιο και σε αυτή την ιστορική έρευνα. Με προβλημάτισε το γεγονός ότι δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτούς τους ανθρώπους, το ότι το μόνο που είχε διασωθεί από αυτούς ήταν μια ονομαστική αναφορά κι αυτή, όχι για όλους».
Κοινός τόπος πολλών από τις ιστορίες που παρουσιάζεις, η παρεμπόδιση από τις ανώτατες αρχές στις έρευνες για κάθε θάνατο. Στη δική σου έρευνα γι’ αυτό το βιβλίο, πόσα εμπόδια αντιμετώπισες;
«Το κυριότερο εμπόδιο ήταν ο χρόνος. Τα 50+ χρόνια που έχουν περάσει από τη Χούντα σε επίπεδο Ιστορίας είναι μικρός χρόνος, αλλά σε επίπεδο προφορικής ιστορίας και μικροϊστορίας, είναι ένα τεράστιο χρονικό διάστημα. Οι άνθρωποι που ήταν κοντά σε αυτά τα θύματα της Επταετίας για τα οποία γράφω, είτε έχουν πεθάνει είτε είναι σε πολύ προχωρημένη ηλικία. Επίσης υπήρχε και ένα τεχνικό ζήτημα, ως προς το γεγονός ότι η έρευνα μου ξεκινούσε τις περισσότερες φορές από ένα όνομα και μια ημερομηνία θανάτου, συχνά γραμμένη λανθασμένα».
Ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούν «στο ψαχνό», ανεξήγητες αυτοκτονίες, θάνατοι στρατιωτών. Τα θύματα της χούντας δεν ήταν τελικά μόνο φοιτητές…
«…Ναι! Και ένα σωρό ατυχήματα, ξαφνικές ασθένειες, πυροβολισμοί χάριν αστεϊσμού που βρίσκουν τον άλλο σε καίριο σημείο, πάρα πολλά τέτοια πράγματα. Αυτό που προσπάθησα να κάνω σε αυτό το βιβλίο ήταν να μην καταγράψω την προσωπική μου άποψη για τα γεγονότα της Επταετίας. Επικεντρώθηκα αποκλειστικά στις πληροφορίες, όπως μου τις έδωσαν οι επίσημες πηγές (πχ, εφημερίδες της εποχής, ληξιαρχικές πράξεις θανάτων) και οι συγγενείς των θυμάτων.
Mε ενδιέφερε να εστιάσω στην αλήθεια των άμεσα εμπλεκόμενων, των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα εκείνης της περιόδου και μπορούσαν να μιλήσουν γι’ αυτά χωρίς τους ενδεχόμενους “αστερίσκους” που θα μπορούσε να έχει μια επίσημη εκδοχή. Το άφησα όλο αυτό ενώπιον του αναγνώστη, ώστε να βγάλει τα συμπεράσματα του αβίαστα. Δεν προσπάθησα δηλαδή να προκαταβάλω κάποια άποψη, να πω κάτι περισσότερο. Άλλωστε οι υποθέσεις αυτές μιλάνε από μόνες τους».
Λάμπρος Τζιάνος, Γιώργος Γερτσίδης και τόσα άλλα ονόματα που έφτασαν στο θάνατο με τον πιο σκληρό τρόπο. Η φρικαλεότητα των θανάτων της Επταετίας δεν έχει ταβάνι…
«Ξαφνικά η γυναίκα αυτή είδε τον πατέρα μου να γέρνει στην πίσω μεριά του καθίσματος και το αυτοκίνητο να κινείται προς τα πίσω. Νόμισε πως έπαθε η καρδιά του, αλλά τότε είδε το κεφάλι του γεμάτο αίματα, αιμορραγούσε από την μύτη, από τα αυτιά, από τα μάτια ακόμη. Τρία περιπολικά της αστυνομίας που περνούσαν εκείνη τη στιγμή, έδειξαν πλήρη αδιαφορία.
Κάποιοι άλλοι τον μετέφεραν σε έναν κοντινό γιατρό, ο οποίος διαπίστωσε ότι ήταν κλινικώς νεκρός. Η καρδιά του όμως χτυπούσε ακόμη. Ο γιατρός ζήτησε την βοήθεια αστυνομικών από ένα περιπολικό, αλλά αυτοί αρνήθηκαν να τον μεταφέρουν. Τους εξήγησε ότι ο πατέρας μου είχε απόλητη ανάγκη αίματος, αλλά και πάλι αρνήθηκαν, όπως αρνήθηκαν και να παραδεχθούν ότι χτυπήθηκε από βλήμα».
(απόσπασμα μαρτυρίας για το θάνατο του Γερτσίδη)
«Όντως είναι πάρα πολλά τα ονόματα και ανείπωτη η φρίκη των θανάτων τους. Πέρα από αυτό όμως, το πόσο συγκλονίζει εμάς όταν ερχόμαστε σε επαφή με τις ιστορίες τους, είναι ακόμα πιο σκληρό όταν μπαίνουμε στη θέση των οικογενειών των θυμάτων και διαπιστώνουμε πως βίωναν εκείνη την εποχή. Ο χρόνος των οικείων των θυμάτων έχει ένα πριν κι ένα μετά, υπάρχει δηλαδή ένα σημείο που αλλάζει τις ζωές τους και τίποτα δεν είναι ίδιο πια. Νομίζω ούτε ο πόνος, ούτε η οργή, ούτε η αίσθηση του αδικαίωτου αγώνα σταμάτησε ποτέ γι’ αυτούς τους ανθρώπους».
Γιατί δεν μιλάμε για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου σήμερα;
«Μιλάμε πιστεύω, αλλά ίσως πολύ λιγότερο απ` όσο θα έπρεπε. Είναι γεγονός ότι το πέρασμα του χρόνου θολώνει την εικόνα και αφήνει πολλά πράγματα στο περιθώριο, ειδικά αυτές τις λεπτομέρειές που μας δείχνουν τη ζωντάνια μιας εικόνας.
Είναι γεγονός ότι στην Μεταπολίτευση έγιναν πολύ λίγα γι’ αυτούς τους ανθρώπους και τις οικογένειες τους. Σε άλλες περιπτώσεις κρατών που είχαν περάσει δικτατορία, υπήρξαν πρωτοβουλίες τεκμηρίωσης ως προς θύματα και νεκρούς. Εδώ ελάχιστοι φώναζαν και πολλοί προσπαθούσαν ώστε να μη γίνει τίποτα, είτε ηθελημένα είτε άθελα τους. Και τι θέλω να πω;
Από τη μια υπήρχε ένα κράτος που προσπαθούσε να κάνει τη μετάβαση σε ένα δημοκρατικό καθεστώς όσο πιο ομαλά μπορούσε. Από την άλλη υπήρχε ο χώρος της Αριστεράς, ο οποίος λογικά θα ήταν εκείνος ο χώρος που θα απαιτούσε να μάθει περισσότερα για τα θύματα της Επταετίας.
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως και η Μεταπολίτευση ήταν μια ταραγμένη περίοδος ως προς την πολιτική, με διαφορετικά προτάγματα για την Αριστερά, πολύ πιο επείγοντα στο μυαλό των ανθρώπων τότε, σε σχέση με αυτό που είχε τότε συμβεί και έπρεπε να τεκμηριωθεί. Δεν υπήρξε δηλαδή ολοκληρωμένη έρευνα τόσο από το επίσημο κράτος όσο και επίπεδο οργανόσεων και πολλές περιπτώσεις ανεξήγητων θανάτων ξεχάστηκαν. Ξεχάστηκε ακόμα και το σημαντικό έργο της Προοδευτικής Ένωσης Μαμάδων, που είχε κάνει σημαντική δουλειά τότε.
Αυτό είναι και το ανησυχητικό στη δική μας εποχή, με τη διερεύνηση του δυστυχήματος των Τεμπών. Ο χρόνος είναι αδυσώπητος και θέλει τη δική μας εγρήγορση στο 100% για να καλύψουμε ιστορικά, αλλά και πολιτικά, κοινωνικά τα ζητήματα αυτά με προσοχή και ενσυναίσθηση».
Πιστεύεις πως αυτό το βιβλίο δικαιώνει κατά κάποιο τρόπο τα θύματα εκείνης της εποχής;
«Το ελπίζω να ισχύει κάτι τέτοιο. Ο στόχος μου και η προσωπική μου ματιά ήταν ακριβώς αυτό, να αποδοθεί τιμή σε αυτούς τους ανθρώπους και να υπάρξει μια ελάχιστη δικαίωση για τους οικείους τους. Είναι πάρα πολλές οι περιπτώσεις, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά με μια ίδια κατάληξη κατά κάποιο τρόπο. Αυτό που το συγκεκριμένο βιβλιό δεν μπορεί να ξέρει, δεν μπορεί να δώσει κάποια απάντηση, έχει να κάνει με το αν υπήρξαν κι άλλοι νεκροί σε εκείνη την περίοδο. Πολύ φοβάμαι πώς υπήρξαν και δύσκολα θα μάθουμε ποτέ κάτι γι’ αυτούς»
Και μια ιστορία
Πεσλής Βασίλειος, του Σεραφείμ και της Ανδρονίκης
(1952-1967)
Ο Βασίλης Πεσλής, δεκαπέντε ετών, είναι το πρώτο εξακριβωμένο θύμα της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ο θάνατος του επήλθε από βολή πυροβόλου όπλου (3 ριπές), τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967 στην πλατεία Αττικής. Ο Πεσλής δολοφονήθηκε στις 7.10 π.μ από τον τότε λοχία Λυμπέρη Ανδρικόπουλο με ευθεία βολή στο κεφάλι. Η δολοφονία του δεκαπεντάχρονου μαθητή δεν έγινε γνωστή παρά μόνο μετά το τέλος της δικτατορίας, μετά τη μήνυση που κατέθεσε ο πατέρας του θύματος, Σεραφείμ Πεσλής, στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, το Δεκέμβριο του 1974.
Σε δημοσίευμα της αντιστασιακής εφημερίδας Ελεύθερη Πατρίδα, από το 1968, αναφέρεται ως «ο γιός ενός τσαγκάρη σκοτώθηκε στις 7 το πρωί στην πλατεία Αττικής γιατί δεν σταμάτησε σε διαταγή της περιπόλου.
Το πόρισμα του ιατροδικαστή για το θάνατο του Πεσλή έκανε λόγο για θάνατο από εξοστρακισμό σφαίρας.
Σύμφωνα με μαρτυρία που καταγράφεται στο βιβλίο, ο νεαρός περπατούσε, ο λοχίας του φώναξε να σταματήσει και κάποιος φώναξε στο λοχία, «ρίχ`του».
Κατά την εκδίκαση της μήνυσης της οικογένειας του Βασίλη (Μάρτιος 1976) ακούστηκαν πολλές εκδοχές για το πως είχε πέσει νεκρός από πυροβολισμούς ο Πεσλής. Οι στρατιώτες που κατέθεσαν, έλεγαν πως ο Πεσλής είχε βρίσει τον Ανδρικόπουλο και πως ο λοχίας είχε πυροβολήσει σημαδεύοντας το έδαφος. Ο μάρτυρας Δ.Τελώνης, υπάλληλος της ΚΥΠ, επιβεβαίωσε τη βίαιη συμπεριφορά των στρατιωτικών εκείνη τη μέρα, ακόμα και προς τους αστυνομικούς (περιστατικό πυροβολισμού αστυνομικών, επειδή δεν παρέδιδαν τα υπηρεσιακά τους περίστροφα). Ο Πεσλής σύμφωνα με τον μάρτυρα, δέχτηκε πυροβολισμό από τον Ανδρικόπουλο γιατί τον είχε διατάξει να φύγει τρέχοντας, σε κατεύθυνση αντίθεση προς την πλατεία Αττικής, αλλά εκείνος έφευγε περπατώντας.
Τελικά, ο Ανδρικόπουλος κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως «τελεσθείσα σε βρασμό ψυχικής ορμής» και καταδικάστηκε σε κάθειρξη οκτώ ετών. Δεν προσέγγισε ποτέ την οικογένεια Πεσλή, δεν ζήτησε ποτέ συγνώμη για την πράξη του.
Μετά το θάνατο του Βασίλη Πεσλή, το σοκ ήταν πολύ μεγάλο για τους γονείς του.Η μητέρα του, Νίκη, δεν άντεξε και πέθανε από βαριά στεναχώρια, ενώ ο πατέρας του, Σεραφείμ, έγινε ιερομοναχός στο Άγιο Όρος.
***
*Ο Δημήτρης Βεριώνης γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Καρέα. Είναι απόφοιτος των τμημάτων «Ελληνικός Πολιτισμός» και «Ευρωπαϊκός Πολιτισμός» της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, καθώς και της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Σ.Δ.Δ.Α.).
Έχει αρθρογραφήσει στην εφημερίδα Εποχή, στο περιοδικό Historical Quest και σε άλλα έντυπα μέσα, έχει συμμετάσχει στο βιβλίο της Maxine Ventham Spike Milligan: His Part In Our Lives (Λονδίνο, Robson Books, 2002) και έχει διατελέσει επί σειρά ετών πρόεδρος του «Peter Sellers Appreciation Society» και αρχισυντάκτης του περιοδικού PSAS Magazine. Έχει κυκλοφορήσει πέντε δίσκους ως τραγουδοποιός, έχει πάρει μέρος σε πολλές συναυλίες και έχει γράψει μουσική για θέατρο.