
Δημήτρης Μητροπάνος | eurokinissi
Καλός τραγουδιστής είναι αυτός που ανοίγεις το ραδιόφωνο και όταν ακούς τη φωνή του καταλαβαίνεις αμέσως ποιος είναι. Μοναδικός τραγουδιστής είναι αυτός που όταν λέει ένα τραγούδι το σημαδεύει τόσο πολύ με την ερμηνεία και το πάθος του που δεν μπορεί κανείς άλλος τραγουδιστής να το πει.
Και αυτό ακριβώς ήταν ο Δημήτρης Μητροπάνος. Ένας μοναδικός τραγουδιστής που οι νεότεροι συνάδελφοι του αποφεύγουν να λένε τα τραγούδια του, όχι, φυσικά, γιατί δεν είναι ωραία ή δεν τα αγαπάει ο κόσμος αλλά γιατί φοβούνται πως θα συγκριθούν μαζί του. Και αυτή η σύγκριση θα ήταν άδικη για τον οποιονδήποτε.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος, «έφυγε» από τη ζωή μία ημέρα σαν σήμερα, στις 17 Απριλίου 2012, αφήνοντας πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό στο λαϊκό τραγούδι. «Έφυγε» αφήνοντας τους θαυμαστές του να θυμούνται εκείνο το ζεϊμπέκικο που χόρεψε υπό βροχή στο Ηρώδειο. «Έφυγε» χωρίς να προλάβει να δει τον αγαπημένο του Ολυμπιακό να σηκώνει ευρωπαϊκή κούπα στο ποδόσφαιρο. «Έφυγε» και ακόμα κανείς δεν μπορεί να τραγουδήσει το «Αλίμονο σε αυτούς που δεν αγάπησαν» με τον σπαραγμό που εκείνος το έκανε.
Η «Μικρή Μόσχα» και ο αντάρτης πατέρας
Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1948 στην Αγία Μονή Τρικάλων. Τη «Μικρή Μόσχα», όπως την έλεγε και ο ίδιος, επειδή οι περισσότερες οικογένειες που ζούσαν εκεί ήταν αριστερών πολιτικών καταβολών.
Και ο ίδιος, άλλωστε, ήταν ένας άνθρωπος που έζησε στο πετσί του τις επιπτώσεις του εμφυλίου πολέμου. Ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής. Βγήκε στο βουνό. Με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, έφυγε κυνηγημένος προς το πρώην ανατολικό μπλοκ.
Όλοι θεωρούσαν πως σκοτώθηκε σε κάποια μάχη με τον εθνικό στρατό. Το ίδιο νόμιζε και ο ίδιος ο Δημήτρης ο οποίος μέχρι τα 16 του χρόνια θεωρούσε πως είναι ορφανός από πατέρα. Τότε, ωστόσο, η οικογένειά του, έλαβε μία επιστολή που έλεγε πως ο πατέρας του ζει στη Ρουμανία και έχει φτιάξει εκεί μία άλλη οικογένεια!
«Μέχρι τα δεκάξι μου γραφόμουν ”ορφανός”», είχε πει ο Δημήτρης Μητροπάνος σε μία από τις συνεντεύξεις που είχε δώσει και στη συνέχεια εξηγούσε πως έπρεπε να περάσουν άλλα 13 χρόνια προκειμένου να συναντηθεί με τον πατέρα του για πρώτη φορά.
Αυτό έγινε την περίοδο της μεταπολίτευσης οπότε και η επανένωση των πρώην ανταρτών με τις οικογένειές τους ήταν πιο εύκολη. Ο Δημήτρης Μητροπανος βρέθηκε με τον πατέρα του σε μία (όπως ο ίδιος είχε πει) αμήχανη συνάντηση. Βρέθηκαν, μίλησαν, τα είπαν, συνέχισαν να έχουν και επαφές αλλά ποτέ δεν υπήρχε αυτό το «δέσιμο» που υπάρχει ανάμεσα σε έναν γιο και τον πατέρα του.
Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στην «Μικρή Μόσχα» των Τρικάλων. Στα παιδικά χρόνια του Δημήτρη Μητροπάνου. Η ζωή του δε διέφερε από τις ζωές των υπόλοιπων ανθρώπων στο χωριό του. Φτώχεια, πείνα, στερήσεις. Η μητέρα του προσπαθούσε να κάνει το καλύτερο που μπορούσε μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες αλλά αυτό μόνο εύκολο δεν ήταν.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος βγήκε από μικρός στο μεροκάματο προκειμένου να συνεισφέρει και εκείνος ότι μπορούσε. Πρώτα δούλεψε ως σερβιτόρος στην ταβέρνα που είχε ο θείος του. Μετά στην οικοδομή, έπειτα σε ένα ξυλουργείο και διάφορες άλλες δουλειές του «ποδαριού».
Ότι και να έκανε, ωστόσο, όσο δύσκολη και να ήταν η ζωή του εκείνα τα χρόνια, πάντα, ο νεαρός Δημήτρης Μητροπάνος έβρισκε διέξοδο στο τραγούδι. Με την παρέα του, μάλιστα, είχαν φτιάξει και μία… μίνι χορωδία και προκειμένου να διασκεδάζουν, δέχονταν παραγγελίες για καντάδες!
Η πρώτη «διάγνωση» πως ο έφηβος Δημήτρης έχει μία καλή φωνή είχε γίνει σε μία καλοκαιρινή κατασκήνωση από τον Απόστολο Καλδάρα! Οι δυο τους είχαν βρεθεί εκεί εντελώς τυχαία. Ο Δημήτρης Μητροπάνος έπιασε το τραγούδι, ο Καλδάρας τον άκουσε και του είπε πως έχει καλή φωνή αλλά είναι μικρός ακόμα και πρέπει να τη δουλέψει αρκετά.
Το τραγούδι, ωστόσο, εκείνη την εποχή, για τον Μητροπάνο ήταν μία πολυτέλεια. Είχε άλλα προβλήματα να αντιμετωπίσει. Γράφτηκε στο ΚΚΕ σε μία εποχή που το να είσαι κομμουνιστής ισοδυναμούσε με «κολλητική ασθένεια» και έτσι χαρακτηρίσθηκε ανεπιθύμητος σε όλα τα γυμνάσια της περιοχής του.
Κάπως έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα Τρίκαλα και να μετακομίσει στην Αθήνα, στην οδό Αχαρνών, όπου έμενε ένας θείος του που μόλις είχε επιστρέψει από την εξορία. Στην πρωτεύουσα ο Δημήτρης Μητροπάνος ανέπτυξε έντονη πολιτική δράση. Εντάχθηκε στη Νεολαία Λαμπράκη, συμμετείχε σε πορείες και διαδηλώσεις.
Μέχρι που ένα βράδυ πήγε με τον θείο του και μία παρέα φίλων σε ένα νυχτερινό κέντρο που τραγουδούσε ο σερ του ελληνικού τραγουδιού Γρήγορης Μπιθικώτσης. Όταν το πρόγραμμα τελείωσε, πάνω στο κέφι, η παρέα του Μητροπάνου του ζήτησε να πει ένα τραγούδι. Εκείνος δεν τους χάλασε το χατίρι και όταν τελείωσε, δίπλα του στεκόταν ο Μπιθικώτσης ο οποίος του είπε: «Πρέπει να γίνεις τραγουδιστής. Έλα και θα σε πάω εγώ στην Columbia»!
Από τη «Χαμένη Πασχαλιά» στην κορυφή του λαϊκού τραγουδιού
Αυτό ήταν και η αρχή μίας πορείας που οδήγησε τον Δημήτρη Μητροπάνο στην κορυφή του λαϊκού τραγουδιού και την καθολική αναγνώριση. Και να σκεφτεί κανείς πως ο Μητροπάνος, όπως ο ίδιος είχε πει στην τελευταία του συνέντευξη στο περιοδικό Down Town δεν ήθελε να γίνει τραγουδιστής. Αρχιτέκτονας ήθελε να γίνει.
«Δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής, αρχιτέκτονας, αυτό ήταν το όνειρό μου. Από ανάγκη ξεκίνησα το τραγούδι. Έπρεπε να κάνω μια δουλειά για να βοηθήσω την οικογένεια. Να σπουδάσω, έτσι κι αλλιώς, μου ήταν απαγορευμένο.
» Εννιά, δέκα χρόνων, με φώναξαν στην Ασφάλεια και μου ’παν ”Κοίτα βρες καμιά τέχνη, γιατί για να σπουδάσεις ξέχασέ το. Ο πατέρας σου ήταν κομουνιστής, ο θείος σου κομουνιστής, χαρτί Κοινωνικών Φρονημάτων δε θα πάρεις”. Δεν έκλαψα, ούτε θύμωσα.
» Σκέφτηκα μόνο ”εντάξει, θα κάνω ό,τι κάνω, αλλά σ’ αυτό που θα κάνω θα πετύχω για να σας δείξω”. Μετά, κάθε μέρα, πήγαινα, έπαιρνα την Αυγή, την έβαζα παραμάσχαλα και περνούσα καμαρωτός έξω από την Ασφάλεια. Σαν να τους έλεγα ”αν σας βαστάει, κλείστε με φυλακή, ρε”!
» Πέρασαν χρόνια μέχρι να ερωτευτώ το τραγούδι. Πολλά χρόνια. Μου άρεσε, αλλά για επάγγελμα το ’θελα. Πότε αποφάσισα πως αυτή θα είναι η δουλειά Ουου, χρόνια μετά τον πρώτο δίσκο μου – μη σου πω δέκα χρόνια»!
Σε κάθε περίπτωση, ο Μπιθικώτσης κράτησε εκείνη την υπόσχεσή του και πήγε τον νεαρό Μητροπάνο στη δισκογραφική εταιρεία η οποία άμεσα τον έφερε σε επαφή με τον Γιώργο Ζαμπέτα. Όταν ο Γιώργος Ζαμπέτας άκουσε τον Δημήτρη Μητροπάνο να τραγουδάει, του είπε «μικρέ, καλός είσαι». Οι δυό τους απέκτησαν ένα απίστευτο δέσιμο και ο Δημήτρης Μητροπάνος τον αποκαλούσε δεύτερο πατέρα.
Κάτι που δεν ξέρει ο πολύς κόσμος είναι πως ο Δημήτρης Μητροπάνος, όταν πέθανε ο Ζαμπέτας έδωσε 1.000.000 δραχμές για να γίνει η κηδεία του και να φτιαχτεί το μνήμα του. Είχε ζητήσει, μάλιστα, να μη μάθει κανείς για αυτή του την προσφορά.
Ο μαέστρος τον πήρε μαζί του στα «Ξημερώματα» και αυτή ήταν η πρώτη επαγγελματική δουλειά του Μητροπάνου. «Ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα», έλεγε.
Το 1967, μετά την εγκαθίδρυση της χούντας, ο Δημήτρης Μητροπάνος ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι. Ήταν το «Χαμένη Πασχαλιά» σε μουσική του Βασίλη Κουμπή και στίχους του Δημήτρη Ιατρόπουλου το οποίο όμως δεν κυκλοφόρησε ποτέ επίσημα αφού οι στίχοι του θεωρήθηκαν από το στρατιωτικό καθεστώς πολιτικοί και το λογόκριναν.
Τίποτα, ωστόσο, δεν μπορούσε να σταματήσει την πορεία του Δημήτρη Μητροπάνου προς την κορυφή. Ούτε καν ένα στρατιωτικό καθεστώς. Το 1972 γνώρισε τον Δήμο Μούτση και μαζί με τον Μάνο Ελευθερίου δημιούργησαν ένα πραγματικό διαμάντι του ελληνικού τραγουδιού. Τον «Άγιο Φεβρουάριο», ένα άλμπουμ – σταθμό.
Εκτός από αυτούς που ήδη έχουν αναφερθεί ο Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους: Θεοδωράκη, Καλδάρα, Μουσαφίρη, Νικολόπουλο, Σπανό και βέβαια με τον Θάνο Μικρούτσικο με τον οποίο δημιούργησαν τον λαϊκό ύμνο «Ρόζα», ένα τραγούδι (σε ποίηση του Άλκη Αλκαίου) που έμεινε στο συρτάρι, ξεχασμένο, για 20 χρόνια!
Τον Σεπτέμβριο του 2009 ο Δημήτρης Μητροπάνος έδωσε μία μοναδική συναυλία στο Ηρώδειο για τα 40 χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας. Η τελευταία του δισκογραφική δουλειά κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2011 με τίτλο «Εδώ είμαστε», σε μουσική Σταμάτη Κραουνάκη.
Μία ημέρα σαν σήμερα, στις 17 Απριλίου του 2012, ο Δημήτρης Μητροπάνος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Υγεία με οξύ διαρροϊκό σύνδρομο και εμετούς. Εκεί εμφάνισε πνευμονικό οίδημα και μεταφέρθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή.
«Τι να φοβηθώ; Χορτάτος είμαι. Στη ζωή μου και καλά πέρασα και άσχημα πέρασα και “πέρα” πήγα και γύρισα. Όλα τα ’κανα», έλεγε ο ίδιος για τον θάνατο.